- ξεροκαταπίνω
- ξεροκαταπίνω, ξεροκατάπια βλ. πίν. 167
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεροκαταπίνω — 1. καταπίνω το σάλιο μου 2. μτφ. ανέχομαι αδιαμαρτύρητα κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ, επειδή βρίσκομαι σε αμηχανία ή σε αδυναμία να αντιδράσω («όταν τού κάνω παρατήρηση, ακούει και ξεροκαταπίνει») … Dictionary of Greek
ξεροκαταπίνω — ξεροκατάπια 1. μτβ., καταπίνω το σάλιο μου. 2. μτφ., δέχομαι κάτι χωρίς να διαμαρτυρηθώ, ανέχομαι κάτι από αδυναμία να αντιδράσω: Τ’ άκουσε και ξεροκατάπιε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεροκατάπιμα — και ξεροκατάπιομα, το [ξεροκαταπίνω] 1. το αποτέλεσμα τού ξεροκαταπίνω, η κατάποση τού σάλιου 2. μτφ. το να δέχεται κανείς κάτι αδιαμαρτύρητα μολονότι δεν τό εγκρίνει … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek